κατασφαλισμένα

κατασφαλισμένα
κατασφαλισμένα (Μ)
με απόλυτη ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασφαλισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κατασφαλίζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”